ΤΟ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ είναι το γνωστό παραμυθάκι των Κάθριν Κέιβ και Κρις Ρίντελ με θέμα τη διαφορετικότητα. Εδώ το έχω διαμορφώσει ως σενάριο για περίπου 16 παιδιά. Το ανέβασα την Ημέρα ΑΜΕΑ 2017, αλλά είναι πολύ καλό και για τη διαχείριση της τάξης. Ελπίζω να σας φανεί χρήσιμο.
Για σκηνικά χρησιμοποίησα τον προτζέκτορα προβάλλοντας μία εικόνα εξωτερικού χώρου και μία εσωτερικού. Για να δείξω τη διαφορετικότητα των διαφορετικών ρόλων χρησιμοποίησα καπέλα διαφορετικού χρώματος.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Σ΄έναν
ανεμοδαρμένο λόφο πάνω, σ’ ένα σπιτάκι ζούσε μοναχούλι του το Κάτι Άλλο, χωρίς
κανένα μα κανένα φιλαράκι.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Ήξερε
ότι ήταν Κάτι Άλλο επειδή έτσι του έλεγαν όλοι. Άμα πήγαινε να κάτσει κοντά
τους ή να κάνει μία βόλτα μαζί τους ή να παίξει μαζί τους όλοι του έλεγαν:
(Στη σκηνή στη μία πλευρά τα παιδιά στην άλλη πλευρά το ΚΑΤΙ
ΑΛΛΟ. Τα παιδιά του κουνούν το δάχτυλο.)
ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ:
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Το
Κάτι Άλλο έκανε ότι μπορούσε για να μοιάσει στους άλλους. Χαμογελούσε και έλεγε
ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ: - Γεια
χαρά! Γεια χαρά! Γεια χαρά! Γεια χαρά! Γεια χαρά! (γυρνάει γύρω γύρω και τους
χαιρετάει όλους, τα παιδιά σταυρώνουν τα χέρια και γυρνάνε το πρόσωπό τους αλλού)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Όπως
έλεγαν και οι άλλοι.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Έπαιζε
τα παιχνίδια που έπαιζαν και οι άλλοι, όταν βέβαια το αφήνανε να παίξει.
(παίζουν με 3-4 μπαλόνια και δεν το αφήνουν να παίξει)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Αλλά
τζάμπα ο κόπος! Ό,τι κι αν έκανε δεν μπορούσε να τους μοιάσει.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Δεν
έβλεπε τα πράγματα όπως τα έβλεπαν οι άλλοι!
(Όλοι κοιτάνε πέρα μακριά στο κοινό και ζωγραφίζουν στα
μπλοκ ζωγραφικής. Τα δείχνουν στο κοινό ένας ένας και έχουν ζωγραφίσει το ίδιο
γεωμετρικό σχήμα όλοι. Το Κάτι Άλλο δείχνει τη ζωγραφιά του και είναι αφηρημένη
τέχνη- μια πολύχρωμη μουντζούρα)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Τα
έβλεπαν αυτά οι άλλοι και αμέσως του έλεγαν:
ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ (του
κουνούν το δάχτυλο):
-
Α, δεν είσαι σαν κι εμάς! Δεν μπορείς να μείνεις μαζί
μας! Είσαι κάτι άλλο!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Μια
τέτοια απαίσια μέρα, που δεν το ήθελε κανένας, το Κάτι Άλλο γύρισε δυστυχισμένο
στο σπίτι. (μπαίνει στη σκηνή, κάθεται στην πολυθρόνα του λυπημένο και διαβάζει
ένα βιβλίο). Ετοιμαζόταν να πέσει για ύπνο (χασμουριέται πολύ δυνατά) όταν
ξαφνικά χτύπησε η πόρτα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Το Κάτι Άλλο άνοιξε την πόρτα και τι να δει.
Κατιτί στεκόταν στο κατώφλι!
ΚΑΤΙΤΙ: Γεια
χαρά! Χαίρω πολύ! Μπορώ να μπω; (του δίνει το χέρι και τον χαιρετάει πολύ
δυνατά)
ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ: Όπα,
για μια στιγμή! Νομίζω ότι ήρθες σε λάθος σπίτι.
ΚΑΤΙΤΙ: Μπα, όχι,
καλέ. Τέλεια είναι! Φίνο το σπιτάκι σου, φίλε! (πηγαίνει και στρογγυλοκάθεται
στην πολυθρόνα).
ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ: Δε μου
λες, σε ξέρω;
ΚΑΤΙΤΙ: Αν με
ξέρεις λέει! (σκάει στα γέλια). Και βεβαίως με ξέρεις. Για κοίταξέ με καλά.
Άντε ντε, κοίτα με!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Το
Κάτι Άλλο κοίταξε το Κατιτί προσεχτικά. Γύρισε γύρω γύρω του, το κοίταξε από
όλες τις μεριές. Δεν ήξερε τι να πει και δεν είπε τίποτα.
ΚΑΤΙΤΙ: Είδες
λοιπόν; Είμαι σαν κι εσένα! Εσύ είσαι Κάτι Άλλο, το ίδιο είμαι κι εγώ. Κόλλα
το! (του δίνει το χέρι, αλλά το Κάτι Άλλο δεν το κολλάει και τον κοιτάει
παράξενα)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Το Κάτι Άλλο τα είχε εντελώς χαμένα και δεν
ήξερε τι να κάνει.
ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ: Είσαι
σαν κι εμένα;
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Είπε.
ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ: Μα δεν
είσαι σαν εμένα! Και για να πω την αλήθεια δεν μοιάζεις με τίποτα που έχω δει
ως τώρα. Να με συγχωρείς, αλλά οπωσδήποτε δεν είσαι σαν κι εμένα!
ΚΑΤΙΤΙ: Α έτσι,
ε; (κάθεται κάτω λυπημένο)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Το Κατιτί έδειχνε λυπημένο και μικρούλι, σαν
να ζάρωσε ξαφνικά. Κάτι θύμιζε στο Κάτι Άλλο αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ακριβώς.
Κι ενώ προσπαθούσε να θυμηθεί, το πλασματάκι σηκώθηκε να φύγει.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Τότε
ξαφνικά το Κάτι Άλλο θυμήθηκε!
ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ: Περίμενε!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Του φώναξε.
ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ: Μη
φεύγεις! (τον πιάνει από τον ώμο). Δεν είσαι σαν κι εμένα καθόλου, αλλά δε με
νοιάζει καθόλου! Μπορείς να κάτσεις και να μείνεις μαζί μου.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Και
το πλασματάκι έμεινε μαζί του. Από κείνη την ημέρα το Κάτι Άλλο είχε φιλαράκι
το Κατιτί. Χαμογέλαγαν και έλεγαν
ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ – ΚΑΤΙΤΙ:
Γεια χαρά (χαιρετιούνται)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Έφτιαχναν και ζωγραφιές. (Ζωγραφίζουν και
δείχνουν τις ίδιες ζωγραφιές (χρωματιστές μουντζούρες) στο κοινό). Έπαιζαν
παιχνίδια (μπαλόνι) και έτρωγαν το κολατσιό τους μαζί. Ήταν διαφορετικοί, αλλά
τα πήγαιναν μια χαρά. Και όταν μια μέρα κάτι αλλιώτικο και πολύ περίεργο τους
χτύπησε την πόρτα, (ΤΑΚ. ΤΑΚ. Μπαίνει και κάθεται στην πολυθρόνα) δεν είπαν ότι
δεν τους έμοιαζε ή ότι η θέση του δεν ήταν μαζί τους. Απλά στριμώχτηκαν λίγο
στην πολυθρόνα και του έκαναν χώρο να κάτσει κι αυτό μαζί τους. (στριμώχνονται
και οι τρεις στην πολυθρόνα) Και του είπαν:
ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ - ΚΑΤΙΤΙ:
Δε μοιάζουμε, αλλά δε μας νοιάζει καθόλου!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Όμως
για να σκεφτούμε λίγο: πώς θα ήταν ο κόσμος αν όλοι ήμασταν ίδιοι;
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Ή αν τρώγαμε κάθε μέρα το ίδιο φαγητό;
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Ή αν
μας έκαναν κάθε χρόνο στα γενέθλιά μας το ίδιο δώρο;
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Ή αν παντού υπήρχε το ίδιο χρώμα;
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Δε θα
ήταν και τόσο ωραίο τελικά! Θα ήταν βαρετό!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Πολλή μονοτονία!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1:
Ευτυχώς κανείς δεν είναι ίδιος με κανέναν! Όλοι είμαστε διαφορετικοί! Γι‘ αυτό
δε διώχνουμε κανέναν από την παρέα μας γιατί απ’ όλους μπορούμε να μάθουμε και
να κερδίσουμε…
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Είμαστε διαφορετικοί;
ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΤΗΝ
ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ: Ακόμα καλύτερα!!!!