Σελίδες

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Το πρώτο του πατρός μου αμάρτημα

Ο πατέρας μου ήταν πιστός άνθρωπος, αλλά και πνεύμα ανήσυχο και μπορώ να πω πολλές φορές αντιδραστικό. Του άρεσε να πηγαίνει στην εκκλησία και να μελετά τας γραφάς, να συνομιλεί με μορφωμένους ανθρώπους και να διαβάζει σπουδαίους Έλληνες συγγραφείς, των οποίων τα κείμενα χρησιμοποιούσε συχνά στις κουβέντες του. Δεν είχε βγάλει το δημοτικό, όμως ήταν ένας μορφωμένος αμόρφωτος...

Συχνά τούτη τη μέρα, Μεγάλη Παρασκευή, και για να μας δείξει ότι και κείνος υπήρξε νέος και ότι και κείνος κάποτε είχε αμφισβητήσει, είχε αναρωτηθεί, αλλά και για να μας καθοδηγήσει, πιστεύω, με τον δικό του τρόπο μας έλεγε τούτη την ιστορία:



Ήταν γύρω στα 13. Οι γονείς του τον έστελναν πάντα να ντύνεται παπαδοπαίδι και ειδικά τις ημέρες του Πάσχα. Εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή, κατά την τελετή της περιφοράς του επιταφίου, ο παπάς του έδωσε να κρατά το σταυρό. Στην κάθε άκρη του σταυρού από ένα κερί αναμμένο. Η περιφορά ξεκίνησε και όλα πήγαιναν καλά. Όμως οι φίλοι του ήταν ελεύθεροι να τρέχουν, να παίζουν, να γελούν και όλα τα γνωστά που κάνουν οι πιτσιρικάδες το βράδυ του επιταφίου. Κι εκείνος εκεί, δεμένος με το σταυρό και τα αλληλούια του παπά. Και η ώρα περνούσε κι εκείνος αδημονούσε. Κάποια στιγμή στάθηκαν όλοι στα σεντόνια της θειας Μαριγώς. (Εμείς στο χωριό το έχουμε αυτό το έθιμο ακόμη και σήμερα. Η νοικοκυρά στρώνει κάτω στο δρόμο μια υφαντή κουβέρτα και από πάνω τα καλύτερα κοφτά της σεντόνια και όταν περνά η πομπή, στέκεται επάνω στα στρωσίδια ο επιτάφιος. Τότε ο παπάς ψέλνει περί υγείας της οικογένειας. Εάν υπάρχει ασθενής στην οικογένεια, το βράδυ σκεπάζεται με το ευλογημένο σεντόνι. Αυτό μπορεί να συμβεί πολλές φορές με αποτέλεσμα η περιφορά να κρατά αρκετή ώρα). Η ανία του πατέρα μου είχε βαρέσει κόκκινο και τότε ήταν που άρχισε να έχει και αμφιβολίες!



Κοίταξε τα σεντόνια στο δρόμο, κοίταξε τους μαντραχαλάδες με τον επιτάφιο στον ώμο που τα πατούσαν, κοίταξε τα παπαδάκια με τα λάβαρα, του φάνηκαν όλα γελοία! Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, κοίταξε τον σταυρό που κρατούσε και είπε μέσα του υποτιμητικά: "Βρε, τι μ............ κάνουμε βραδιάτικα;"



Και τότε ήταν που συνέβη το αναπάντεχο! Ο Χριστός του δήλωσε την παρουσία του και τον τιμώρησε, όπως ο πατέρας τιμωρεί το μικρό, άμυαλο παιδί του! Καθώς σήκωσε το βλέμμα ψηλά και είπε αυτή την κουβέντα, δεν πρόλαβε να την αποσώσει και το κεντρικό κερί του σταυρού, εκείνο που είναι πάνω από το κεφάλι του Χριστού, έσταξε και η σταλαγματιά του έπεσε τακ! μέσα στο δεξί του μάτι!



Άρχισε να φωνάζει από τον πόνο, κάποιος πρόλαβε κι έπιασε το σταυρό πριν πέσει κάτω και ήταν ένα θαύμα πώς το κερί τελικά δεν είχε μπει τελείως μέσα στην κόρη του ματιού του και δεν του είχε κάνει μόνιμη ζημιά. Αυτή ήταν η πρώτη του πατρός μου απιστία, η πιο ανώδυνη, όχι και η μόνη όμως, γιατί ως ενήλικας έχασε ένα παιδί και αυτό τον έκανε να χάσει για λίγο το δρόμο του.



Όμως αυτή την ιστορία την έλεγε συχνά τις Μεγάλες Παρασκευές και σε μας, όταν ήμασταν παιδιά, και στα εγγονάκια του, καταλήγοντας ότι ο Θεός είναι εκεί, μας βλέπει, μας προστατεύει και όταν χρειάζεται μας τιμωρεί κιόλας...... 

Κι εμείς την ακούγαμε με την ίδια χαρά καθώς περνούσαν τα χρόνια, κυρίως γιατί ήταν τόσο γλαφυρός και τρυφερός όταν τα εξιστορούσε. Τα μικρούλια άνοιγαν τα στόματα μπροστά στην άμεση τιμωρία του Θεού και των μεγάλων γέμιζε η ψυχή μας αγάπη και ζεστασιά, αν και ξέραμε ότι τα πράγματα μπορεί και να μην ήταν ακριβώς έτσι....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου